πλουτίσει

πλουτίσει
πλουτίζω
make wealthy
aor subj act 3rd sg (epic)
πλουτίζω
make wealthy
fut ind mid 2nd sg
πλουτίζω
make wealthy
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κάλφογλου, Αλέξανδρος — (Ρουμανία 1725 – 1797;). Λόγιος. Έγραψε διάφορα ποιήματα με σημαντικότερο την Ηθική Στιχουργία, έργο περίπου 1.000 στίχων, που εκδόθηκε το 1870 από τον Γεώργιο Κρέμο από χειρόγραφο του 1797. Στο ποίημα αυτό δίνει συμβουλές στον ανιψιό του πώς να… …   Dictionary of Greek

  • ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • ζευγίτης — ο, θηλ. ζευγίτισσα (AM ζευγίτης, θηλ. ζευγῑτις) γεωργός που διαθέτει ζευγάρι βοδιών για το όργωμα («...για να ξεζεύει στ όργωμα τα βόδια του ο ζευγίτης», Κρυστ.) νεοελλ. παροιμ. «ο ζευγίτης κάθε χρόνο έχει ελπίδα να πλουτίσει» για φτωχούς που… …   Dictionary of Greek

  • ουτοπία — Ο όρος παράγεται από τις λέξεις ου και τόπος και σημαίνει όραμα ή λόγο που αναφέρεται στο μη πραγματικό, στο αντίθετο δηλαδή εκείνου που υπάρχει και ενεργεί πραγματικά. Η λέξη έχει την προέλευση της από το έργο του σερ Τόμας Μουρ Ουτοπία, ο… …   Dictionary of Greek

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοθήρας — ο, ΝΜ μτφ. άτομο που επιδιώκει επίμονα να πλουτίσει νεοελλ. άνθρωπος που αναζητεί κοιτάσματα χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ελεφαντο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ασωπόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος (6ος αι. π.Χ.), μαθητής του Αγελάδα και συμμαθητής του Πολύκλειτου. Συνεργάστηκε με τον Αθηνόδωρο και τον Αργειάδη στην κατασκευή χάλκινων ανδριάντων που προσέφερε ως αναθήματα στο ιερό της… …   Dictionary of Greek

  • Βάκων — I (Ίλτσεστερ, Σόμερσετ 1214 – 1292;). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φιλόσοφου Ρότζερ Μπέικον (Roger Bacon). Σπούδασε στην Οξφόρδη και στο Παρίσι και γύρω στο 1252 μπήκε στο τάγμα των Φραγκισκανών μοναχών. Η κλίση του όμως προς την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”